εἴκοσι

εἴκοσι
εἴκοσι (for εἴκοσιν v. infr.), [dialect] Att., [dialect] Ion., also Arc., IG5(2).3.1 ([place name] Tegea), and [dialect] Aeol., ib.12(2).6.21 ([place name] Lesbos):—indecl.,
A twenty, Il.2.510,748, etc.; in Hom. more freq. in [dialect] Ep. form [full] ἐείκοσι, before a vowel ἐείκοσιν, 1.309, 6.217, al.; [dialect] Dor. [full] ϝίκατι Leg.Gort.4.13, etc.; [full] ϝείκατι Tab.Heracl.2.71; [dialect] Lacon. [full] βείκατι Hsch.; [full] εἴκατι IG9(1).693.10 (Corc.), Theoc.4.10, 5.86. (Orig. ϝῑκατι and Εϝῑκοσι, whence ἐείκοσι in Hom.; ϝείκατι and εἴκατι are late spellings of ([etym.] ϝ) ῑκατι; εἴκοσι is [var] contr. from Εϝῑκοσι. Cf. Lat. vīginti, Skt. viṃśatis. εἴκοσιν is the only form used by Ar., whether before vowels or consonants (εἴκοσ' ἀπολογίζεται is dub. in Fr.465); also (before consonants) Herod.3.91, Phld.Piet.3, etc., but not common in Inscrr. or Pap., e.g. (before consonants) Schwyzer707 B2 (Ephesus, vi B. C.), IG2.804.155 (iv B.C.), (before a vowel) PGrenf.2.75.7 (iv A. D.); εἴκοσι ἔτη, εἴκοσι ἡμερῶν, IG12.94,49.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἵκοσι — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴκοσι — twenty indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είκοσι — άκλ. αριθμ. απόλ. 1. ποσότητα δύο δεκάδων ως ενιαίο σύνολο: Είκοσι στρατιώτες. 2. με το ουδ. αρθρ. ως ουσ., το είκοσι: α) ο αριθμός 20: Το γινόμενο του είκοσι επί το τρία είναι 60. β) το πράγμα που έχει τον αριθμό 20: Το είκοσι δωμάτιο του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • είκοσι — (AM εἴκοσι και προ φωνήεντος εἴκοσιν Α και επικ. ἐείκοσι και ἐείκοσιν) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα δύο δεκάδων νεοελλ. (ως ουσ. με άρθρο) 1. το είκοσι α) η γραφική παράσταση τού αριθμού β) οτιδήποτε έχει τον αριθμό είκοσι (π.χ. θέση, λαχνός,… …   Dictionary of Greek

  • εἰκόσι — ἔοικα as perf part act masc/neut dat pl εἰκός like truth perf part act masc/neut dat pl εἰκών likeness fem dat pl (epic ionic) εἰκών likeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴκοσ' — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεἴκοσι — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσού μάρτυρες — Είκοσι χριστιανοί οι οποίοι μαρτύρησαν στην Τ. στα χρόνια του Διοκλητιανού (290). Για τους μάρτυρες αυτούς γράφει ο Αυγουστίνος. Η Δυτ. Oρθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 6 Ιουνίου …   Dictionary of Greek

  • εἴκατι — εἴκοσι twenty doric (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴκοσιν — εἴκοσι twenty nu̱movable indeclform (numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐείκοσι — εἴκοσι twenty epic (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”